τριωβολιμαῖος

τριωβολιμαῖος
τρῐωβολ-ῐμαῖος, α, ον,
A worth three obols, worthless, Eust.1405.28;

τριοβ- Phot.


Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριωβολιμαίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που έχει αξία τριών οβολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριώβολον + κατάλ. ιμαῖος (βλ. λ. αιος), πρβλ. τροφ ιμαῖος] …   Dictionary of Greek

  • τριωβολιμαίων — τριωβολιμαῖος worth three obols fem gen pl τριωβολιμαῖος worth three obols masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριωβολιμαίοις — τριωβολιμαῖος worth three obols masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριωβολιμαίους — τριωβολιμαῖος worth three obols masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριοβολιμαίος — ον, Α (εσφ. γρφ.) τριωβολιμαῑος* …   Dictionary of Greek

  • τριωβολιαίος — αία, ον, Α τριωβολιμαῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριώβολον + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”